σόλο

σόλο
το, Ν
1. α) σύνολο ή μέρος μουσικής σύνθεσης για φωνή ή για όργανο, που είναι γραμμένο για έναν και εκτελείται ή ερμηνεύεται από έναν μόνο εκτελεστή ή ερμηνευτή («σόλο βιολί»)
β) (ειδικά) μονωδία
2. αυτοσχεδιασμός ποικίλης έκτασης που αναπτύσσει ένας μουσικός τζαζ πάνω σε ένα θέμα με την υποστήριξη τού ρυθμικού τμήματος ή τής ορχήστρας
3. μέρος μπαλέτου που χορεύεται από έναν μόνον χορευτή
4. (στο χαρτοπαίγνιο τής πρέφας) η περίπτωση κατά την οποία ένας παίκτης που έχει κάνει την αγορά πιάνει χαρτωσιές κατά δύο λιγότερες από όσες έχει δηλώσει, αλλ. σολαρία
5. μτφ. πράξη, ενέργεια που εκτελείται από ένα μόνον άτομο («αυτός τά πίνει σόλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. solo < λατ. solus «μόνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σόλο — το άκλ. (λ. ιταλ.), μονωδία: Τραγούδησε σόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • Giannis Skarimpas — Giannis Skarimpas, Giannis Skarimbas or Yiannis Skarimbas (Γιάννης Σκαρίμπας) (September 28, 1893 in Agia Efthymia near Amfissa January 21, 1984) was a Greek writer, dramatist, and poet.BiographyHe was born in Agia Efthymia in the Parnassida area …   Wikipedia

  • βαρκαρόλα — Μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων. Αποτελείται από μια μελωδία που στην αρχή τραγουδιέται σόλο και συνεχίζεται, όπως το γαλλικό κουπλέ (couplet), από χορωδία που τραγουδάει σε ταυτοφωνία. Κατά τον 19o αι.… …   Dictionary of Greek

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • ρεσί — το, Ν άκλ. μουσ. 1. ενόργανο σόλο με πολυποίκιλο χαρακτήρα 2. ένα από τα πληκτρολόγια τού γαλλικού εκκλησιαστικού οργάνου 3. αίρ για σόλο φωνή με ύφος απαγγελτικό, διαδεδομένο στη Γαλλία κατά τον 17ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. recit < reciter… …   Dictionary of Greek

  • τακσίμ — το, Ν μελωδικός αυτοσχεδιασμός με ελεύθερη μορφή, στην ισλαμική μουσική, ο οποίος εκτελείται από σόλο φωνή ή σόλο όργανο ή και από τα κύρια όργανα μιας ορχήστρας, τα οποία πρωταγωνιστούν διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… …   Dictionary of Greek

  • Βιότι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Viotti, Φο ντανέτο, Βερτσέλι 1755 – Λονδίνο 1824).Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας. Σπούδασε βιολί και έγινε μέλος της βασιλικής ορχήστρας του Τορίνο, θέση που αργότερα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του σολίστ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”